- σκιατραφτροφία
- σκῐᾱτρᾰφ-τροφία in Plu.Thes.23, Lyc.14 (A v.l. -τραφ-), Ages.9 (vv.ll. -τραφ-, σκιοτροφ-), Poll.6.185 (v.l. -τραφ-), Gal.13.949.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.